Βιβλιοπαρουσίαση – Βιβλιοκριτική
Σωτηρέλης Γ.,(εισ.), Βλαχόπουλος Σ., Καμτσίδου Ιφ., Κεσσόπουλος Α., Βαγδούτης Ν., Μήτας Σ., Κουρουνδής Χ., Από τον Αλέξανδρο Σβώλο στον Αριστόβουλο Μάνεση, Ευρασία, Αθήνα, 2022
του Γρηγόρη Αυδίκου[1]
Πρόσφατα, τον Ιούνιο του 2022, εκδόθηκε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο, Από τον Αλέξανδρο Σβώλο στον Αριστόβουλο Μάνεση και παράτιτλο Η κοινή θεωρητική θεμελίωση του ελληνικού δημοκρατικού συνταγματισμού[2]. Το βιβλίο είναι η επεξεργασμένη μορφή των εισηγήσεων των συγγραφέων στην ημερίδα του Επιστημονικού Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» που έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 2019 και συνοδεύεται από μια σύντομη αλλά περιεκτική και διαφωτιστική εισαγωγή του Γ. Σωτηρέλη, η οποία εν πολλοίς συνοψίζει τα συμπεράσματα που προκύπτουν. Ήδη από τον τίτλο και τον παράτιτλο είναι προφανής η στόχευση του βιβλίου να μελετήσει «την στενή θεωρητική και γενικότερα νομικοπολιτική συνάφεια που χαρακτηρίζει το έργο των δύο κορυφαίων Ελλήνων Συνταγματολόγων» και αναδείξει την «κοινή παρακαταθήκη τους»[3].
Και αν τα παραπάνω έξι κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο αυτό έχουν τον ίδιο κοινό στόχο, εντούτοις έχουν επιμέρους διαφορετική θεματολογία με στόχο να καλύψουν όλες τις διαστάσεις της επιστημονικής σχέσης των δύο μεγάλων θεωρητικών του ελληνικού δημοκρατικού συνταγματισμού. Το κείμενο του Σ. Βλαχόπουλου επικεντρώνεται στον Αλέξανδρο Σβώλο και την εποχή του μελετώντας τόσο τις συνθήκες της εποχής όσο και βασικές θέσεις του και ιδίως την κριτική του στα πολιτικά κόμματα[4], την ιδέα της θέσπισης ενός επαγγελματικού μη πολιτικού κοινοβουλίου, την προσπάθεια ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας και τον ρόλο των πανεπιστημιακών δασκάλων[5]. Αντίστοιχα, το κείμενο της Ιφ. Καμτσίδου ασχολείται με τον Αριστόβουλο Μάνεση και την εποχή του, αναδεικνύοντας τα βασικά σημεία της σκέψης του, τις συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή αναπτύχθηκε και τις προκλήσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, δίνοντας παράλληλα εύγλωττα τη σημασία του έργου του μεγάλου αυτού συνταγματολόγου για το παρόν και το μέλλον αλλά και «τη σχέση του νομικού με την κοινωνία και του συνταγματολόγου με τη δημοκρατία»[6]. Ο Αλ. Κεσσόπουλος αναδεικνύει τρία σημεία θεωρητικής σύγκλισης μεταξύ των δύο Συνταγματολόγων, την ανάδειξη της πολιτικής ελευθερίας ως πρωταρχικής αξίας του πολιτεύματος, το όραμα επέκτασης της πολιτικής δημοκρατίας στο κοινωνικό πεδίο και την επιλογή της επιστημονικής μεθόδου[7], μιας μεθόδου που βασίζονταν στον νομικό θετικισμό αλλά εμπλουτισμένη με την κοινωνιολογική παρατήρηση και όλα τα παραπάνω σε σχέση με τις τέσσερις διακριτές περιόδους της σκέψης και του έργου των Σβώλου και Μάνεση. Η συμβολή του Ν. Βαγδούτη εξετάζει την πολιτική δημοκρατία στο έργο των Σβώλου και Μάνεση, από την οποία συγκρατώ την αναφορά στα λόγια του Μάνεση ότι «δημοκρατικό πολίτευμα δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα χωρίς να είναι ως ένα σημείο και «φιλελεύθερο»[8] και την οποία συνδυάζω με την εύγλωττη αναφορά στην εισαγωγή ότι κατά τους Σβώλο και Μάνεση η «κοινωνική δημοκρατία» στην οποία προσβλέπουν «δεν έρχεται καταλύσαι αλλά πληρώσαι την πολιτική δημοκρατία»[9]. Στη συνέχεια, ο Σ. Μήτας αναλύει το κράτους δικαίου και τα όρια του «δικαίου της ανάγκης» για τους Σβώλο και Μάνεση. Ενώ τέλος, ο Χ. Κουρουνδής εξετάζει την κοινωνική δημοκρατία και τα κοινωνικά δικαιώματα στο έργο τους. Αναπτύσσει δε επιπλέον, ενδιαφέρουσες σκέψεις για την επικαιρότητα της οραματικής διάστασης της κοινής του παρακαταθήκης η οποία αν θα μπορούσε να συνοψιστεί «αμφισβητεί τη μοιρολατρική αποδοχή της αιωνιότητας των εκάστοτε κρατούντων»[10].
Το βιβλίο αυτό είναι τελικά ιδιαίτερα χρήσιμο και ενδιαφέρον. Την σκέψη, βέβαια, των Σβώλο – Μάνεση την γνωρίζαμε, αλλά η πρωτότυπη συνεισφορά του βιβλίου έγκειται στη συνδυαστική προσέγγιση της σκέψης τους και τον εντοπισμό της κοινής τους παρακαταθήκης. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι το βιβλίο είναι επίκαιρο μιας και στις ημέρες επικρατεί κάποιου είδους προβληματισμός για την απώλεια του «δυνατού παλμού» του ελληνικού δημοκρατικού συνταγματισμού, τον οποίο θεμελίωσαν οι Σβώλος και Μάνεσης. Και αυτό διότι η επιρροή τους (και ιδίως του Μάνεση) υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική στη συνταγματική επιστήμη τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, υποχώρησε όμως σταδιακά από το 2001 με σημείο τομής τις αλλεπάλληλες κρίσεις από το 2010 και έπειτα. Οι Σβώλος και Μάνεσης συνομίλησαν με τα προβλήματα του καιρού τους και προσάρμοσαν ακόμα και τα μεθοδολογικά τους εργαλεία ή τα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα για να απαντήσουν στις προκλήσεις του καιρού τους. Έτσι και σήμερα η επιστήμη του συνταγματικού δικαίου πρέπει να αναμετρηθεί με τα προβλήματα του καιρού της με το βλέμμα στραμμένο (όπως και οι Σβώλος – Μάνεσης) στον καλύτερο έλεγχο των κυβερνώντων, στην εμβάθυνση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων αλλά και την αναζωογόνηση της αντιπροσώπευσης και της πολιτικής ελευθερίας. Εν κατακλείδι, το βιβλίο αυτό είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και να μελετηθεί με προσοχή. Συγχαρητήρια λοιπόν στους τους συγγραφείς του και καλή ανάγνωση!
[1] Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου
[2] Σωτηρέλης Γ.,(εισ.), Βλαχόπουλος Σ., Καμτσίδου Ιφ., Κεσσόπουλος Α., Βαγδούτης Ν., Μήτας Σ., Κουρουνδής Χ., Από τον Αλέξανδρο Σβώλο στον Αριστόβουλο Μάνεση, Ευρασία, Αθήνα, 2022.
[3] Στο ίδιο, οπ.π., σελ. 9-10.
[4] Στο βιβλίο (βλ. σελ. 26-28) αναδεικνύεται ότι προοδευτικά ο Σβώλος αμβλύνει (υπό το βάρος των συνθηκών της εποχής του) την κριτική του στα πολιτικά κόμματα και υπογραμμίζει ότι είναι επιφανειακή εξήγηση να αποδίδεται η κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημαγωγία, αυτό που με σημερινούς όρους θα ονομάζαμε λαϊκισμό.
[5] Στο πλαίσιο αυτό υπογραμμίζεται, μεταξύ άλλων, στο βιβλίο (σελ. 39) ότι ο Σβώλος δίνει το στίγμα του πανεπιστημιακού δασκάλου (ιδίως του συνταγματικού δικαίου) ως ενός ανθρώπου του οποίου «η αλήθεια και η ανεξαρτησία της γνώμης ... ενοχλούν πάντοτε τους κυβερνώντας».
[6] Βλ. π.χ. την αναφορά (σελ. 64) ότι «ο Μάνεσης τόνισε ότι το βασικό πρόταγμα που έπρεπε να εξυπηρετηθεί δεν ήταν η προστασία από τις αυταρχικές και άδικες διώξεις αλλά η διαφύλαξη της αξιοπρέπειας του πολίτη και του επιστήμονα».
[7] Βλ. και την όμοια προσέγγιση επί του θέματος στην εισαγωγή του βιβλίου, σελ. 15-20
[8] Στο ίδιο, οπ.π., σελ. 114.
[9] Στο ίδιο, οπ.π., σελ. 18, βλ. σχετική περαιτέρω ανάλυση και στην συμβολή του Χ. Κουρουνδή, σελ. 149.
[10] Στο ίδιο, οπ.π., σελ. 160.