Του Γρηγόρη Αυδίκου
«Δεν μπορεί να πήγε πολύ μακριά! Κάπου εδώ τριγύρω είναι. Ακροβολιστείτε για να τον βρούμε!»
Η φωνή του Γιάννη, του προϊσταμένου του προσωπικού ασφαλείας του πάρκου έβγαινε λαχανιασμένη από το στόμα του. Ήταν φανερό ότι είχε χάσει την ψυχραιμία του. Βέβαια ήταν πρωτόγνωρο το περιστατικό το οποίο κλήθηκε εκείνο το απόγευμα του Μαΐου να αντιμετωπίσει.
Κι αν ήταν πολλά υποσχόμενη εκείνη η ημέρα. Είχε ξεκινήσει από το πρωί με ένα εκτυφλωτικό ήλιο που μπήκε με ορμή μέσα από τις λεπτές κουρτίνες του διαμερίσματος. Καλό σημάδι είχε σκεφτεί. Που να ήξερε βέβαια...ότι θα ήταν μια από τις πιο περίεργες ημέρες της ζωής του. Που να ήξερε ότι θα είχε να αντιμετωπίσει μια τέτοια κρίση στη δουλειά του.
Έκανε τη συνηθισμένη του περιπολία στην δυτική πλευρά του πάρκου όταν άκουσε έντονες φωνές κάθε ηλικίας να έρχονται από την ανατολική πλευρά του πάρκου. Προς το στιγμή το μυαλό του πήγε σε κάποιο πιθανό τρομοκρατικό χτύπημα. Ήταν τέτοια η ένταση των φωνών που θεώρησε ότι είχε συμβεί το χειρότερο δυνατό. Άρχισε να τρέχει ασταμάτητα προσπαθώντας να καλύψει την απόσταση από τη δυτική άκρη στην ανατολική στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα. Μόλις έφτασε κοντά στον μικρό ζωολογικό κήπο που φιλοξενούνταν μέσα στο πάρκο, παρατήρησε κάποιες κηλίδες αίματος πάνω στο ψιλό χαλίκι που κάλυπτε τους μεγάλους διαδρόμους του πάρκου. Παναγία μου τι έγινε εδώ; αναρωτήθηκε. Λίγο πιο πέρα έβλεπε αποσβολωμένο ένα συνάδελφό του που έμοιαζε να μην ξέρει τι να κάνει.
«Μίλα ρε Περικλή! Τι έγινε εδώ;» ούρλιαξε από μακριά καθώς πλησίαζε στον Περικλή.
«Οι πάπιες...ένας τρελός...οι πάπιες. Δεν ξέρω.» ψέλλισε ο Περικλής.
«Τι είναι αυτά που λες πανάθεμά σε!! Πες μου καθαρά τι έγινε εδώ!»
«Ένας τρελός πήδηξε το μεγάλο χαντάκι που προστατεύει τον ζωολογικό κήπο και σκότωσε τις πάπιες. Έπειτα βγήκε πάλι έξω, κρατώντας τις δύο πάπιες στα χέρια και άρχισε να τρέχει»
«Τι;! Πως έγινε αυτό; Γιατί; Καλά είναι τρελός;» Τα ερωτήματα του Γιάννη ήταν αναρίθμητα.
«Δεν ξέρω προϊστάμενε...τι να σου πω. Κι εγώ τα έχω χαμένα.»
Αυτά είχαν διαμειφθεί πριν λίγο. Τώρα ο Γιάννης έτρεχε προς το μεγάλο δάσος που βρίσκεται στην βόρεια πλευρά του μεγάλου αυτού πάρκου και προσπαθούσε να συντονίσει τους λοιπούς υπαλλήλους του πάρκου για να εντοπίσουν τον αδιανόητο αυτόν εισβολέα.
Ο παράξενος εισβολέας βρίσκονταν την ίδια ώρα βαθιά μέσα στο μεγάλο δάσος της βόρειας πλευράς του πάρκου και είχε ήδη κρυφτεί καλά μέσα σε μια μεγάλη κουφάλα δέντρου, ενώ είχε φροντίσει να καλύψει το άνοιγμα με διάφορα κλαδιά και χόρτα για να ενισχύσει την κάλυψή του. Κάθονταν στο δάπεδο της μεγάλης αυτής κουφάλας και κρατούσε στα χέρια του τις δύο και μοναδικές πάπιες του ζωολογικού κήπου του πάρκου τις οποίες είχε πριν από λίγα λεπτά σκοτώσει. Μικρά ρυάκια αίματος κυλούσαν από τα σώματα των άτυχων ζώων στα χέρια του και το σώμα του άλλα έδειχνε καθόλου να μην ενδιαφέρετε γι’ αυτό.
«Σας απάλλαξα! Σας το είχα πει πολλές φορές, τις αμέτρητες φορές που είχα έρθει να σας δω. Και τώρα το έκανα. Κράτησα τον λόγο μου. Ελπίζω να είστε λίγο καλύτερα εκεί που βρίσκεστε τώρα.»
Οι πάπιες βρίσκονταν μερικά χρόνια τώρα στην άκρη του μικρού ζωολογικού κήπου του πάρκου και είχαν στη διάθεσή τους μόνο μια μικρή, πολύ μικρή τεχνητή λιμνούλα με νερό. Τόσο μικρή που είχες την αίσθηση ότι κάθε φορά που η πάπια έμπαινε στο νερό, την ίδια σχεδόν στιγμή είχε φθάσει στη άλλη άκρη της λίμνης. Έπειτα ο ζωολογικός κήπος είχε μόνο δύο πάπιες. Υπήρχαν και κάποιες άλλες πριν μερικά χρόνια αλλά μετά που αποβίωσαν οι υπεύθυνοι του πάρκου δεν θεώρησαν αναγκαίο να ενισχύσουν τον πληθυσμό. Ήταν άλλωστε εποχή περικοπών και όχι περίοδος παχιών αγελάδων. Ο διαθέσιμος χώρος για τον ζωολογικό κήπο γύρω από την μικρή αυτή λιμνούλα ήταν πολύ μεγάλος και έμοιαζε αχανής σε σύγκριση με αυτή. Ήταν προφανές στον κοινό επισκέπτη του πάρκου ότι οι πάπιες αυτές υπέφεραν και ασφυκτιούσαν μέσα σε αυτό το πλαίσιο αλλά κανένας δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία.
Ο παράξενος όμως αυτός άνδρας που μόλις λίγα λεπτά πριν τις είχε σκοτώσει, που άκουγε στο όνομα Επαμεινώνδας δεν ήταν από αυτούς που δεν έδιναν σημασία. Ευαίσθητη ψυχή από μικρό παιδί, έμπαινε πάντα στη θέση του άλλου, ακόμα κι αν αυτός ο άλλος ήταν τα ζώα, τα οποία υπεραγαπούσε, είτε αυτά ήταν γάτες ή σκύλοι ή ακόμα και πάπιες. Ο προσεκτικός επισκέπτης του πάρκου θα διέκρινε ότι ο Επαμεινώνδας έρχονταν κάθε απόγευμα για 30 λεπτά στο πάρκο και κάθονταν στο παγκάκι που βρίσκονταν απέναντι από τις πάπιες. Ενίοτε τις έφερνε και λίγο φαγητό, αλλά κυρίως τις μιλούσε. Τις ρωτούσε πως τα κατάφεραν με αυτή την ανυπόφορη φυλακή μέσα στη οποία βρίσκονταν, αν μπορούν να δραπετεύσουν, αν χρειάζονται κάτι από εκείνον και άλλα ηχηρά παρόμοια. Στα μάτια του οι πάπιες υπέφεραν. Βρίσκονταν φυλακισμένες σε μια φυλακή εντελώς ακατάλληλη γι’ αυτές, χωρίς ούτε τα βασικά για να εκτιμήσουν και να χαρούν την ίδια τους τη ζωή.
Δεκάδες φορές είχε καταθέσει αιτήσεις και αναφορές στον τοπικό δήμο γι’ αυτό το βασανιστήριο που περνούσαν οι πάπιες αλλά κανένας δεν του είχε –καν-απαντήσει όλα αυτά τα χρόνια. Ένα απόγευμα δεν άντεξε. Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο γόνατό του και ψιθύρισε «Ε, όχι! Αυτό πρέπει να τελειώσει εδώ! Τα ζώα υποφέρουν.» Πήγε σπίτι του το ίδιο απόγευμα και άρχισε να προετοιμάζει τον εαυτό του για το απονενοημένο διάβημα της επόμενης ημέρας. Όταν αυτό έφτασε βάδισε με αργά και αποφασιστικά βήματα προς τον χώρο που βρίσκονταν οι πάπιες και με ένα μεγάλο σάλτο πήδηξε το μικρό διαχωριστικό τοιχάκι που χωρίζει τον διάδρομο του πάρκου από την μεγάλη τάφρο και με επιδέξιες κινήσεις σκαρφάλωσε γρήγορα μέσα από αυτήν. Όταν πια έφτασε κοντά στις πάπιες, οι οποίες δεν κουνήθηκαν καθόλου -μιας και τους ήταν μια απολύτως οικεία φιγούρα- τις σκότωσε με το μικρό μαχαίρι που είχε περασμένο στη ζώνη του.
«Μην ανησυχείτε πια γλυκές μου! Τώρα πια είστε ελεύθερες. Θα ζήσετε από σήμερα στην μεγάλη λίμνη του παραδείσου. Όσο για εμένα, καθόλου δεν με ενδιαφέρει. Ούτε δίνω δεκάρα για τους νόμους τους. Ποιος άλλος «δίκαιος» νόμος επιτρέπει τον βασανισμό ουσιαστικά αθώων ζώων;
Ο Επαμεινώνδας έμεινε εκεί κουρνιασμένος μέσα στην μεγάλη κουφάλα για αρκετές ώρες. Κι όταν πια είχαν έρθει οι πρώτες πρωινές ώρες, σηκώθηκε με προσεκτικές και ήσυχες κινήσεις και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Με το που έφτασε σπίτι, έθαψε τις πάπιες στη αυλή του και ήρεμος πια ξάπλωσε το σώμα του στο μεγάλο κρεβάτι και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως, ήρεμος και γαλήνιος. Είχε άραγε κάνει το χρέος του; σκέφτονταν όλο το υπόλοιπο βράδυ στον ύπνο του.
Δεν ξαναπήγε ποτέ στο πάρκο. Δεν μπορούσε καν να βλέπει τη λίμνη.
ΤΕΛΟΣ
Το διήγημα «Οι πάπιες» δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Μανδραγόρας τ. 70, 2024
